- νανάρισμα
- το [ναναρίζω]νανούρισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νανούρισμα — νανούρισμα, το και νανάρισμα, το, ατος 1. μονότονο τραγούδι για να αποκοιμηθεί μωρό: Νάνι του και νάνα του ώσπου να ρθει η μάνα του. 2. σιγανή, απαλή μουσική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)